- επιδιορθωτικός
- -ή, -ό (AM ἐπιδιορθωτικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στην επιδιόρθωσηνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επιδιορθωτικάαμοιβή ή δαπάνη για επιδιόρθωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδιορθωτικός — ή, ό 1. που ανήκει η αναφέρεται στην επιδιόρθωση, που συντελεί σ’ αυτή. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επιδιορθωτικά η αμοιβή ή η δαπάνη για την επιδιόρθωση, τα μαστορικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδιορθωτικόν — ἐπιδιορθωτικός corrective masc acc sg ἐπιδιορθωτικός corrective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιορθωτικήν — ἐπιδιορθωτικός corrective fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιορθωτικῶς — ἐπιδιορθωτικός corrective adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)